- ἑνδεκάτῃ
- ἑνδέκατοςeleventhfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑνδεκάτη — ἑνδέκατος eleventh fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνδεκάτηι — ἑνδεκάτῃ , ἑνδέκατος eleventh fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδέκατος — και εντέκατος, η, ο (AM ενδέκατος, η, ον Μ και ἑντέκατος, η, ον) αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό ένδεκα («ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ενδεκάτη α) η ενδέκατη ώρα β) μουσ. ο ενδέκατος φθόγγος τής διατονικής κλίμακας 2.… … Dictionary of Greek
Πιθοίγια — Γιορτή στην αρχαία Αθήνα. Τελούταν κατά την ενδέκατη μέρα του Ανθεστηριώνα (15 Φεβρ. 15 Μαρτίου) και αποτελούσε μέρος των Ανθεστηρίων. Στη διάρκειά της, οι οικογενειάρχες θυσίαζαν στον Διόνυσο και δοκίμαζαν το κρασί της νέας σοδειάς από τα… … Dictionary of Greek
Nana Mouskouri — con Alex Reynolds Datos generales Nacimiento 13 de octubre de 1934 (77 años) … Wikipedia Español
PITHOEGIA Sacra — celebrabantur Athenis die 11. mensis Anthesterionis: memorata Scholiasti Aristophanis ad Acharnenses, φηςί δὲ Ἀπολλόδωρος Ἀνθεςτήρια καλεῖςθαι κοινῶς ὅλην τὴν ἑορτὴν Διονύςῳ ἀγομένην᾿ κατὰ μέρος δὲ Πιθοιγίαν, Χόας, Χύτρους, Ait autem Apollodorus … Hofmann J. Lexicon universale
Ιανουάριος — I Ο πρώτος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Πήρε την ονομασία του από τον θεό των Ρωμαίων, Ιανό. Ο Νουμάς Πομπίλιος προσέθεσε τον Ι. στην ενδέκατη θέση στο έτος του Ρωμύλου, που μέχρι τότε απαρτιζόταν από δέκα μήνες. Ο Ι. άλλαξε πολλές φορές… … Dictionary of Greek
ενδεκαταίος — ἑνδεκαταῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται την ενδέκατη μέρα («ἱδρῶντες... ἑνδεκαταῑοι») 2. αυτός που έχει αρχίσει ένδεκα ημέρες πριν («ἔραμαι σχεδόν ἑνδεκαταῑος», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek